σπάγκος

σπάγκος
ο και σπάγγος, ο (λ. ιταλ.)
1. λεπτό σχοινί: Αγόρασε σπάγκο για το αρμάθιασμα των φύλλων του καπνού.
2. μτφ., τσιγκούνης: Δε βγάζεις δεκάρα απ' αυτόν το σπάγκο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπάγκος — και σπάγγος και σπάγος, ο, Ν 1. πολύ λεπτό σχοινί 2. μτφ. (ως χαρακτηρισμός προσ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spago < λατ. hispanicus «ισπανικός». Η λ. με τη σημ. «τσιγκούνης» προήλθε κατ απόσπαση τού α συνθετικού από το συνθ …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • σπάγγος — ο, Ν βλ. σπάγκος …   Dictionary of Greek

  • σπάγος — ο, Ν βλ. σπάγκος …   Dictionary of Greek

  • σπαγκοθήκη — και σπαγγοθήκη, η, Ν θήκη σπάγκου, ιδίως ως εξάρτημα αυτοδετικής θεριστικής μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάγκος / σπάγγος + θήκη (πρβλ. αυγο θήκη)] …   Dictionary of Greek

  • σπαγκοραμμένος — και σπαγγοραμμένος, η, ο, Ν 1. ραμμένος με σπάγκο 2. μτφ. τσιγκούνης, φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάγκος / σπάγγος + ραμμένος (< ράπτω)] …   Dictionary of Greek

  • σπανός — (I) ή, ό / σπανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • αβελόνιαστος — η, ο 1. ο σπάγκος ή η κλωστή που δεν μπορεί να περάσει από την τρύπα της βελόνας. 2. ύφασμα σκληρό ή πολύ τριμμένο που δεν μπορεί να δεχτεί βελονιά: Ήτανε ύφασμα αβελόνιαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακέρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν αλείφτηκε με κερί: Ο σπάγκος είναι ακέρωτος και δε μου κάνει. 2. αυτός που δε λερώθηκε από σταγόνες κεριού: Πήγε στην Ανάσταση, αλλά δεν έφυγε ακέρωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”